- οδύσ(σ)ομαι
- ὀδύσ(σ)ομαι και, επικ. τ., ὀδυίομαι (Α)1. οργίζομαι με κάποιον, θυμώνω2. μισώ κάποιον.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὀδύσ(σ)ομαι προέρχεται από ένα αμάρτυρο ρ. *ὀδύομαι (πρβλ. ηπ-ύω, ιδρ-ύω, μεθ-ύω). Το ρ. *ὀδύομαι παράγεται πιθ. από ένα αμάρτυρο ουσιαστικό *ὀδυς, το οποίο ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *od- «μίσος, αποστροφή» (πρβλ. λατ. οdium «μίσος, απέχθεια», odi «μισώ», αρμ. ateam «μισώ», αγγλοσαξ. atol, αρχ. νορβ. atall «σκληρός, φοβερός»). Τέλος, δεν φαίνεται πιθ. η άποψη ότι η ρίζα *od- «μίσος» συνδέεται με τη ρίζα *od- «αισθάνομαι, μυρίζω» (πρβλ. όζω)].
Dictionary of Greek. 2013.